ποιησάμενος

ποιησάμενος
ποιέω
make
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • ACTA Conciliorum — una, cum Canonibus, colligi et recitari coepêre, postquam nudi prius Canones in unum corpus fuissent congesti; qui modus colligendi multum profuit ad historiam et seriem rei gestae. In iis enim plerumque recensentur disputationes et argumenta de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LIBRI Chartacei — non minus ac chartae, in scapum convolvi atque complicari apud Vett. consuevêre: Unde et tomus et volumen, de Libro, h. e. de charta scripta, non minus dicebatur, quam de charta nondum scripta; sed scapus proprie magis de charta, tomus vero et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PUTEUS — apud Scotos ad supplicia usurpatus, quibus mares furcâ suspendere, feminas puteo immergere mos; Unde ius furcarum et putei. Idem de veteribus Germanistradit Cornel. Tacitus de German. morib. Apud Plautum, poena fuit furacium coquorum, uti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • παράπλους — ο, ΝΑ, και παράπλοος Α [παραπλέω] πλεύση σε μικρή απόσταση από κάποιο μέρος, ιδίως ο κατά μήκος τής ακτής πλους («παράπλοι καὶ περίπλοι καὶ εἴσπλοι ναυτῶν», Αριστείδ.) αρχ. 1. ταξίδι («ἐν δὲ τῷ παράπλῳ πολλὰς μὲν καὶ ἄλλας χώρας παρημείψαμεν»,… …   Dictionary of Greek

  • στιβάδιον — και στιβάδειον, τὸ, Α [στιβάς, άδος] υποκορ. μικρή στιβάδα («στιβάδιον τι ποιησάμενος καὶ φύλλα ὑποβαλόμενος», Αππ.) …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόπαστος — ον, ΜΑ, θηλ. και χρυσοπάστα Α διακοσμημένος, κεντημένος με χρυσό («ἐσθῆτα χρυσόπαστον ποιησάμενος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + παστος (< παστός < πάσσω «υφαίνω, κεντώ»), πρβλ. ἀργυρό παστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”